τεκνοσφαγία

τεκνοσφαγία
ἡ, Α
το να σφάζει κανείς τα παιδιά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + -σφαγία (< -σφάγος < σφάζω), πρβλ. ὀνο-σφαγία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”